- προσκαθεδρία
- ἡ, Απολιορκία, αποκλεισμός με πολιορκία.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ρ. προσ-καθέζομαι (< *προσκαθέδ-jομαι) χωρίς να μπορεί να εξακριβωθεί η ακριβής ετυμολογική τους σχέση (πρβλ. καθέδρα: καθέζομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσκαθεδρίᾳ — προσκαθεδρίᾱͅ , προσκαθεδρία blockade fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)